συγκλήτου

συγκλήτου
σύγκλητος
called together
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξυγκλήτου — συγκλήτου , σύγκλητος called together masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλητικός — ή, ό / συγκλητικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκλητος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρωμαϊκή σύγκλητο (α. «συγκλητική τάξη» β. «συγκλητικοί πατέρες» τα μέλη τής ρωμαϊκής συγκλήτου) 2. το αρσ. ως ουσ. ο συγκλητικός μέλος τής ρωμαϊκής συγκλήτου 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο …   Dictionary of Greek

  • υπατεία — Το αξίωμα των υπάτων στην αρχαία Ρώμη. Ο θεσμός της υ. ξεκίνησε το 509 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι αντικατάστησαν το βασιλιά με δυο αιρετούς άρχοντες των οποίων η εξουσία ήταν ετήσια και συλλογική. Οι άρχοντες αυτοί λέγονταν πραίτορες και εκλέγονταν… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • επακόλουθος — η, ο (AM ἐπακόλουθος, ον) [επακολουθώ] αυτός που επακολουθεί, που ακολουθεί ύστερα από κάτι άλλο νεοελλ. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα επακόλουθα αποτελέσματα, επιγεννήματα, συνέπειες μσν. φρ. «ἐπακόλουθος τῆς συγκλήτου» συγκλητικός, μέλος …   Dictionary of Greek

  • θέσπισμα — το (ΑΜ θέσπισμα) [θεσπίζω] νεοελλ. 1. νομοθέτημα 2. (κατ επέκτ.) διάταγμα 3. πράξη ή απόφαση πανεπιστημιακής συγκλήτου 4. στον πληθ. τα θεσπίσματα εκτελεστικά διατάγματα που εκδόθηκαν από την προσωρινή κυβέρνηση μετά την μεταπολίτευση τού 1862 5 …   Dictionary of Greek

  • νέρων — (Claudius Caesar Drusus Germanicus Nero, Άντιον 37 – Ρώμη 68). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Γιος του Δομιτίου Αενοβάρβου και της Αγριππίνας της Νεότερης και ανιψιός του Καλιγούλα, ανέβηκε στον θρόνο το 54 μ.Χ., μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Κλαυδίου,… …   Dictionary of Greek

  • Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”